Смотреть что такое "(εμ)πόδιση" в других словарях:
πόδιση — η, Ν [ποδίζω] 1. ναυτ. η απομάκρυνση τού πλοίου από την ευθεία τού ανέμου, η αλλαγή πλεύσης 2. η ανακοπή τού πλου λόγω κακοκαιρίας ή άλλης ανωτέρας βίας και η προσέγγιση στον πλησιέστερο όρμο ή λιμένα … Dictionary of Greek
ποδισιά — η, Ν [ποδίζω] η πόδιση … Dictionary of Greek