(εμ)πόδιση

(εμ)πόδιση
[-ις (-εως)] η , (εμ)πόδισμα τό
1) помеха, препятствие, затруднение (действие); 2) мор. невыполненный рейс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "(εμ)πόδιση" в других словарях:

  • πόδιση — η, Ν [ποδίζω] 1. ναυτ. η απομάκρυνση τού πλοίου από την ευθεία τού ανέμου, η αλλαγή πλεύσης 2. η ανακοπή τού πλου λόγω κακοκαιρίας ή άλλης ανωτέρας βίας και η προσέγγιση στον πλησιέστερο όρμο ή λιμένα …   Dictionary of Greek

  • ποδισιά — η, Ν [ποδίζω] η πόδιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»